αυτοαγιασμός

αυτοαγιασμός
αὐτοαγιασμός, ο (AM)
(για τον Χριστό) η απόλυτη αγιότητα, η ουσία του αγιασμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”